- φαινοθειαζίνη
- η, Ν(φαρμ.-χημ.) άλλη ονομασία τής θειοδιφαινυλαμίνης, γνωστής και ως διβενζοθειαζίνης, που χρησιμοποιείται ως ανθελμινθικό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenothiazine < pheno- (< φαίνω) + thiazine (βλ. λ. θειαζίνες)].
Dictionary of Greek. 2013.